- συναναπέμπειν
- συναναπέμπωsend up togetherpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναναπέμπω — ΜΑ μσν. 1. αναγνωρίζω ως συγκληρονόμο 2. (κατά τον Θεόφιλ. Αντικήν.) «συναναπέμπεται, τουτέστιν ἐξ ἴσου κληρονομεῑ» αρχ. αναπέμπω μαζί, στέλνω μαζί προς τα άνω («τὰ σώματα τῶν ἀγαθῶν συναναπέμπειν παρὰ φύσιν ἐς οὐρανόν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek